- ὑπαρχουσῶν
- ὑπάρχωbeginpres part act fem gen pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… … Dictionary of Greek
ποσιμπιλισμός — ο, Ν μετριοπαθής σοσιαλιστική θεωρία και ομάδα στα πλαίσια τού γαλλικού σοσιαλιστικού κινήματος που δεχόταν ότι η μετατροπή τής αστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική πρέπει να επιτευχθεί με την καθημερινή πάλη στα πλαίσια τών υπαρχουσών δυνατοτήτων.… … Dictionary of Greek